- χοράγιον
- τὸ, Α(δωρ. τ.) βλ. χορήγιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χορήγιον — και δωρ. τ. χοράγιον, τὸ, Α [χορηγός] 1. χορηγεῑον* 2. το οικοδόμημα τής σκηνής 3. συν. στον πληθ. τὰ χορήγια τα απαραίτητα για την ζωή … Dictionary of Greek